Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πείσμωμα — το [πεισμώνω] το αποτέλεσμα τού πεισμώνω, το πείσμάτωμα … Dictionary of Greek
πείσμωμα — το βλ. πεισμάτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)